à conta - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

à conta - translation to ρωσικά

Conta bancária; Conta Corrente; Contas correntes; Conta corrente; Conta à ordem

conta corrente         
текущий счет
conta bancária         
банковский счет
conta corrente         
текущий счет, контокоррент

Ορισμός

КОФЕРМЕНТ А
(КоА) , сложное природное соединение, один из важнейших коферментов. В живых клетках участвует в реакциях окисления, синтеза жирных кислот, липидов и др.

Βικιπαίδεια

Conta-corrente

A conta corrente (português brasileiro) ou conta à ordem (português europeu) é uma conta de depósito mantida num banco ou outra instituição financeira por uma pessoa física ou jurídica com o propósito de segurança e rapidez de acesso à demanda através de uma variedade de diferentes canais.

Conta-corrente designa também um contrato mediante o qual duas pessoas jurídicas que têm relações mercantis, acordam em conceder créditos de forma recíproca, sendo apenas pago o respectivo saldo no fim de determinado período. O termo generalizou-se no meio contabilístico, passando a ser usado com o sentido do extracto de conta, ou seja, uma listagem dos movimentos a débito e a crédito registados pela contabilidade numa conta qualquer, num certo período de tempo.